ὅμηροι

ὅμηροι
ὅμηρος
pledge
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ὅμηροι — Ὅμηρος Homer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • ГОМЕР —    • Homērus,          α̃Ομηρος. Известия древних о веке, жизни и судьбе Г. по большей части не что иное, как догадки и легендарные, частью символические рассказы из более позднего времени греческой истории; из них историческое исследование может …   Реальный словарь классических древностей

  • Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …   Dictionary of Greek

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

  • ενέχυρο — Παρεπόμενο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας απαίτησης (που μπορεί να είναι και μελλοντική ή υπό αίρεση) καθώς και των τόκων, της ποινικής ρήτρας, των δαπανών κλπ., που προκύπτουν από την απαίτηση αυτή. Ε. μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …   Dictionary of Greek

  • Ακρίτας, Λουκής — (Μόρφου, Κύπρος 1909 – 1965). Λογοτέχνης, δημοσιογράφος και πολιτικός. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1931 άρχισε να δημοσιογραφεί. Στην περίοδο της Κατοχής, μαζί με άλλους διανοούμενους, κυκλοφόρησε την παράνομη εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξανδρος. Καταγόταν από τις Σπέτσες και πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις της Σούδας κ.α. 2. Αποστολάκης. Καταγόταν από τις Σπέτσες και ήταν ιδιοκτήτης του πλοίου Άγιος Νικόλαος, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”